Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης 2014
Στέργιος Ντέρτσας 


Βόλος,1970. Δημοσιεύεις διηγήματων, ποιήματων και μεταφράσεων διηγημάτων από τα ισπανικά σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες του Βόλου, στο ΠΟΙΕΙΝ και στη ΘΡΑΚΑ. Το 2004 διάκριση στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ (εκδ.ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ) και το 2010, στο θέατρο της Παλιάς Ηλεκτρικής του Βόλου παρουσίαση του θεατρικού μου έργου ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ, καρπός της συνεργασίας μου με την ομάδα Χορού και Θεάτρου ΑΝΤΙ-ΘΕΣΙΣ. Σπουδαστής του τμήματος Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού του ΕΑΠ.




ΕΚΠΩΤΙΚά ΚΟΥΠόΝΙΑ


Ο πόλεμος ήτανε ανέκαθεν εδώ:
στο θαμπό μάτι του Κύκλωπα,
στο σπασμένο νυχάκι του μικρού σου δαχτύλου,
στη λάμψη του κεραυνού που ζωντάνεψε προσώρας
τοπία που δεν θα ήθελες να ξέρεις πως υπάρχουν,
στον κλαυσίγελο του κλόουν,
στα σπασμένα μυαλά των συνετών,
στο δίχως ίχνη μαχαίρι που ψάχνει το άδειο σου θηκάρι.


Ενίοτε του αρέσει και η ποίηση
(γιατί τη συγχέει με τον στόμφο).
Τότε είναι που οι ποιητές σιωπούν
και κάποιοι
-οι πιο αδύναμοι συνήθως-
γοητεύονται από τους καπνούς
(γιατί τους συγχέουν με τον στόμφο).

Γελάς με μια αφέλεια που φωτίζει
το όχι και τόσο αθώο πια πρόσωπο σου,
καθώς το κτήνος,
με ύφος ταμία που εργάζεται νυχθημερόν,
μετράει μνήματα,
σταυρούς ανώνυμους,
τάφους ομαδικούς
και αυτό που καίει στα μάτια σου
και το νομίζεις αισιοδοξία
ζητά τη χαριστική βολή:

Μια λέξη που ν’ αρχίζει,
όπως τελειώνει ένα ρήμα που δεν ήτανε
πάντα το ίδιο
αλλά πάντα χαλούσε τη σοδειά, νόθευε το κρασί
και μένει μετέωρη στο χρόνο
δίχως καμιά κατάληξη.

Μια κραυγή,
αυτή του αξεπέραστου θανάτου,
κατανοητή μονάχα
στο θύτη και στο θύμα
όταν μέσα στις ενοχές τους και τις τύψεις
γίνονται ο ένας το είδωλο του άλλου.




ΙΝώ


Η Σαντορίνη στο φιλί σου
δάκρυσε για λίγο
κι απομακρύνθηκε για πάντα
αφήνοντας πίσω της ραγισμένους
τους τοίχους ενός σπιτιού
που φτιάχτηκε για να μείνει ημιτελές
μέσα στους αιώνες .

Τώρα τ’ όνομα σου
περνά σφυρίζοντας, δήθεν αδιάφορα,
μέσα από ανυποψίαστα απογεύματα
φυτεύοντας παντού φωτιές.

Έτσι συστήνεσαι στον κόσμο πλέον
κι εκεί που δεν σου ‘δινε κανένας σημασία
όλοι στέκονται μπροστά στις στάχτες
και μαγεμένοι καθρεφτίζονται,
έτοιμοι να ορκιστούν
πως δεν γεννήθηκαν ακόμη.

Κι αν έγινε,
πως, δεν τους αγάπησε κανείς
ούτε καν από συμφέρον.




ΑΝΑΤΡΟΠή

θεός χειμώνας
στις αντιρρήσεις μαζεύει
παλιά αποτσίγαρα
και
οπλίζει στρατούς
τάγματα αγγέλων

και
μία ζητιάνα
συνέχεια δίπλα του
που ξέρει καλά
πως «το γκολάκι θα έρθει
στο ενενήντα και κάτι»,
τα χέρια της τρίβει
και προσφέρει φωτιά