Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

60.000 θεατές για μιας δραχμής τα γιασεμιά...
Γιατί η παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ» στο θέατρο Badminton ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της σεζόν..

Σκηνές από την παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ», η οποία ξεκίνησε δειλά, για μόνο δέκα βραδιές, στο χωρητικότητας 2.500 θέσεων θέατρο Badminton, και μέσα σε ενάμιση μήνα την παρακολούθησαν περίπου 60.000 άνθρωποι. 

«Τελικά, πατέρα, αυτός ο τύπος ήταν πολύ ροκ». Η φράση αυτή του 27χρονου γιου του, όταν πήγε «αρχικά από υποχρέωση και χωρίς μεγάλη διάθεση» παρέα με τον μικρότερο αδελφό του να παρακολουθήσουν την παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ» στο θέατρο Badminton, ήταν η καλύτερη ανταμοιβή για τον Λάμπρο Λιάβα. Η εικόνα του 92χρονου θεατή ο οποίος ανέβηκε ένα βράδυ στη σκηνή και ερμήνευσε «εκπληκτικά» κάποιο τραγούδι του Νίκου Γούναρη καταχειροκροτούμενος, στάθηκε για τον ίδιο μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις. Το ίδιο και η παρουσία της Καλής Καλό, ενός από τα «παιδιά-θαύματα» της περίφημης Μάντρας, στις θέσεις του κοινού.

Περίπου 60.000 άνθρωποι παρακολούθησαν μέσα σε ενάμιση μήνα, από τις 22 Φεβρουαρίου ως τις 8 Απριλίου, την παράσταση-αφιέρωμα στον Αττίκ στην Αθήνα. Μια παράσταση που ξεκίνησε την πορεία της δειλά, αρχικώς για μόνο δέκα βραδιές, στο χωρητικότητας 2.500 θέσεων θέατρο, αλλά γρήγορα πήρε γενναία παράταση αφού εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εφετινής, δύσκολης, σεζόν.

Ενώ το «Αναζητώντας τον Αττίκ» ολοκληρώνει σήμερα έναν κύκλο παραστάσεων στη Θεσσαλονίκη και ετοιμάζεται για θερινή περιοδεία με αρκετούς σταθμούς σε δήμους της Αττικής και στην περιφέρεια, ο Λάμπρος Λιάβας - ο οποίος είχε την ευθύνη της μουσικής έρευνας και των κειμένων - επιχειρεί την «ανατομία» της επιτυχίας.

Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Είναι η απλή νοσταλγική διάθεση που έκανε τους θεατές να αγκαλιάσουν με τόση θέρμη τον Αττίκ; Ο Λάμπρος Λιάβας αντικρούει αυτή την άποψη λέγοντας ότι το ίδιο το θέαμα δεν φτιάχτηκε με «ρετρό» διάθεση. Στο σημείο αυτό επισημαίνει ιδιαιτέρως τη συμβολή της Σοφίας Σπυράτου (σκηνοθεσία-χορογραφία) και του Θόδωρου Κοτεπάνου (ενορχήστρωση-μουσική διεύθυνση) ο οποίος «αέρισε τα αγαπημένα αυτά τραγούδια». Για τον ίδιο η παράσταση αποτέλεσε τη φυσική συνέπεια των προηγούμενων αφιερωμάτων που είχε επιμεληθεί στον Θεόφραστο Σακελλαρίδη και στον Κώστα Γιαννίδη στην Εθνική Λυρική Σκηνή, τα οποία είχαν γνωρίσει επίσης μεγάλη επιτυχία.

Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: γιατί υπήρξε τόσο μαζική προσέλευση κόσμου σε μια παράσταση για τον Αττίκ; «Κατά τη γνώμη μου ένας λόγος είναι η ανάγκη του σύγχρονου θεατή να ανακαλύψει τις αξίες της ζωής και την καλλιτεχνική τόλμη μιας εποχής εξίσου δύσκολης και μεταβατικής όσο η δική μας» απαντά ο εθνομουσικολόγος και υπογραμμίζει ως κοινά στοιχεία ανάμεσα στο τότε και στο τώρα την κρίση και την έκπτωση αξιών. «Στην εποχή του Αττίκ υπήρχε η αγωνία μπροστά σε μια δικτατορία και σε έναν πόλεμο που έρχεται. Τώρα, η αγωνία μας έχει να κάνει με το τι μας περιμένει. Η δυναμική της Τέχνης, λοιπόν, είναι αυτή η οποία έρχεται να προτείνει διεξόδους».

«Πρώτες Βοήθειες» στη Μάντρα
Ο Λάμπρος Λιάβας επισημαίνει τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της περίφημης «Μάντρας» του Αττίκ η οποία λειτούργησε στο διάστημα 1930-1940 και υπήρξε φυτώριο πολλών σπουδαίων καλλιτεχνών. Το εγχείρημα κατόρθωσε να μεταφυτεύσει στην αθηναϊκή μουσική ζωή την ατμόσφαιρα της γαλλικής μπουάτ σε συνδυασμό με το βαριετέ, προσπαθώντας συνειδητά να εκφράσει την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του.

Ο Λάμπρος Λιάβας υποστηρίζει ότι, σε ορισμένα πράγματα, η «Μάντρα» δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί: «Στην κατάργηση της απόστασης, για παράδειγμα, ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον θεατή. Οι θεατές συνδιαμόρφωναν το πρόγραμμα της Μάντρας. Ο Αττίκ υπήρξε ένας από τους πρώτους σουρεαλιστές, οι ανατροπές τις οποίες έκανε ήταν σπουδαίες για την εποχή του: οι διαγωνισμοί που διοργάνωνε, όπως αυτοί της ταχυμακαρονοφαγίας και της κινινοφαγίας, οι επιγραφές όπως "Σταθμός Πρώτων Βοηθειών" (η τουαλέτα) και "Φαρμακείο", όπως αποκαλούσε το μπαρ, ή οι φράσεις όπως "Επιτρέπονται όλα όσα απαγορεύει η Αστυνομία" ή, τέλος, το γεγονός ότι ανέβασε τραβεστί στη σκηνή, τον περίφημο Ζαζά. Ολα αυτά ήταν χαρακτηριστικά του πρωτοποριακού του πνεύματος. Ας μην ξεχνάμε και την πολιτική σάτιρα που έκανε, η οποία κάποια στιγμή οδήγησε και στην επίθεση των βασιλοφρόνων με αποτέλεσμα τον τραυματισμό και του ίδιου. Η Μάντρα δεν ήταν ένας χώρος όπου έβγαινε κανείς και έλεγε τραγούδια. Ηταν τόπος ζύμωσης και σχέσης με την καθημερινότητα».

Επανερχόμενος στους λόγους της επιτυχίας, ο Λάμπρος Λιάβας αναφέρει ότι λειτούργησε πολύ η «από στόμα σε στόμα διαφήμιση». Γρήγορα, λέει, διαδόθηκε ότι πρόκειται για μια δουλειά που σέβεται τον θεατή και συγκεντρώνει μια δυνατή διανομή: τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, τον Ακη Σακελλαρίου, τον Αγγελο Παπαδημητρίου, τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη και μια πλειάδα ακόμη σημαντικών καλλιτεχνών.

«Ο Αττίκ έκανε τη ζωή του τραγούδι»
«Είναι φανερό ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να επανασυνδεθεί με την ξεχασμένη και περιθωριοποιημένη αστική κουλτούρα» λέει ο Λάμπρος Λιάβας. «Βγαίνουμε από κάποιες δεκαετίες όπου κυριάρχησε ο λαϊκισμός και πιστεύω πως έχει αρχίσει και γίνεται συνείδηση ότι η φυγή προς τα εμπρός που έχουμε ανάγκη αυτή την εποχή, θα γίνει μέσα από την επανασύνδεση με την κουλτούρα του παρελθόντος. Για να πας μπροστά, παίρνεις φόρα από λίγο πίσω. Ενα πράγμα που ευχαριστήθηκα πολύ σε αυτή την παράσταση ήταν ότι κατάφερε να ενώσει τρεις διαφορετικές γενιές: έβλεπες δίπλα-δίπλα τον παππού, τον πατέρα και τον εγγονό...». Επισημαίνει ακόμη την ανάγκη επανανακάλυψης μιας εποχής όπου το τραγούδι λειτουργούσε ακόμη ως κοινόχρηστο αγαθό - προτού η δισκογραφία το μετατρέψει σε καταναλωτικό προϊόν. «Το τραγούδι συμφιλιώνει με τον εαυτό σου και με την ομάδα, είναι κιβωτός συλλογικής μνήμης. Δεν χρειάζεται να είσαι ωραίος για να τραγουδήσεις, ούτε καν να έχεις αυτό που λέμε ωραία φωνή. Ο καθένας μπορεί να το κάνει. Σήμερα όμως αυτή η βιωματική σχέση του Ελληνα με το τραγούδι έχει αλλοιωθεί. Ο Αττίκ δεν έγραφε τραγούδια γενικώς. Εκανε την ίδια τη ζωή του τραγούδι».
Τ
ο πώς μπορεί σήμερα να υπάρξει ένα ελληνικό μιούζικαλ είναι κάτι που απασχολεί ουσιαστικά τον εθνομουσικολόγο. Ειδικότερα, τον ενδιαφέρει μια συνολική ματιά στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού: θα του άρεσε η ιδέα μιας παράστασης που θα είχε να κάνει με τη μουσική ιστορία της Αθήνας από τότε που έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους ως τη δεκαετία του 1960. «Ηταν αναμφίβολα μια πόλη μουσική» λέει.

πότε & πού:
Η τελευταία παράσταση του «Αναζητώντας τον Αττίκ» δίνεται σήμερα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Στο διάστημα Ιουνίου - Αυγούστου το έργο θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα.