Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012


«Ο Επιθεωρητής έρχεται» του Τζον Πρίσλεϊ, στο θέατρο Ιλίσια, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη ΒαλτινούΟ Γρηγόρης Βαλτινός (αριστερά) και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος σε σκηνή από την παράσταση

Ο Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, τέσσερις φορές πρωθυπουργός της Αγγλίας στα τέλη του 19ου αιώνα, πίστευε ότι, αν οι γυναίκες κατακτούσαν το δικαίωμα ψήφου, θα διακινδύνευαν «τη λεπτότητα, την αγνότητα, την εκλέπτυνση, την εξύψωση της φύσης τους». Η άποψη αυτή ήταν ενδεικτική των αντιλήψεων που έτρεφε ολόκληρη η βικτωριανή κοινωνία για το γυναικείο φύλο.

Ηταν μια εποχή που οι γυναίκες έπρεπε να συμμορφώνονται σε ένα τεχνητό πρότυπο περί «θηλυκής ευαισθησίας»: κάθε μορφή άσκησης εκτός από το περπάτημα ήταν αδιανόητη, οι κορσέδες υποχρεωτικοί και η εκπαίδευση περιορισμένη κυρίως σε φίνες ενασχολήσεις όπως το τραγούδι και το σχέδιο. Τις θεωρούσαν πιο αθώες και πιο γενναιόδωρες από τους άνδρες∙ λιγότερο ευφυείς αλλά ανώτερες σε ηθική, σε γούστο, σε συναισθηματική ικανότητα. «Αν γεννιούνταν ζώα, όπως οι άνδρες, αντί για άγγελοι, τότε θα μπορούσαμε να συγχωρήσουμε την ανηθικότητα στη γυναίκα εξίσου εύκολα όπως τη συγχωρούμε στον άνδρα» έγραφε δημοσιογράφος στα τέλη του 19ου αιώνα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι εκδιδόμενες γυναίκες προκαλούσαν την περιφρόνηση, ακόμη και την απέχθεια. Οι ευυπόληπτες Λονδρέζες προσποιούνταν πως αγνοούν την ύπαρξή τους, όταν το Λονδίνο είχε περισσότερες πόρνες από οποιαδήποτε άλλη πόλη στην Ευρώπη. Οι πιο διαδεδομένοι ευφημισμοί για τις τελευταίες ήταν «απόκληρες» ή «έκπτωτες γυναίκες» (fallen women), ενώ πολλές εφημερίδες τις αποκαλούσαν απλώς «λεπρές».

Καμία διάθεση δεν υπήρχε να εξετασθούν οι οικονομικές ή κοινωνικές αιτίες του φαινομένου: οι πόρνες ήταν απλώς διεστραμμένα, λάγνα πλάσματα, που τους άξιζε η μιζέρια και η κατάντια τους. Μονάχα στα μυθιστορήματα μπορούσε να συναντήσει κανείς μια άλλη εκδοχή, την πορνεία ως κοινωνικό πρόβλημα και τις έκπτωτες γυναίκες ως θύματα μιας ραγδαίας βιομηχανικής εξέλιξης που τις μετέτρεπε σε προϊόντα περιορισμένης χρήσης.

Πολλά χρόνια αργότερα, το 1944, εμφανίζεται ο άγγλος συγγραφέας Τζον Πρίσλεϊ, διατεθειμένος να ρίξει νέο φως σε αυτό το πλέγμα υποκρισίας και εκμετάλλευσης, να αποδώσει ένα είδος κοινωνικής δικαιοσύνης και να δείξει ότι πραγματικά άξιοι περιφρόνησης δεν είναι οι έκπτωτες γυναίκες αλλά οι εκπρόσωποι της μεσαίας και ανώτερης τάξης με την αλαζονεία, την αναισθησία, τον άκρατο καθωσπρεπισμό και την ηθική αρτηριοσκλήρυνσή τους. Και παρ' όλο που το έργο εκτυλίσσεται το 1912, καθίσταται προφανές ότι οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που κουβαλούν ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ήρωες φέρουν ακόμη τα αποτυπώματα της βικτωριανής εποχής.

Μια τέτοια μεγαλοαστική οικογένεια είναι οι Μπέρλινγκ: ο πατέρας επιφανής βιομήχανος, η μητέρα ευγενούς καταγωγής, ο γιος κακομαθημένο άεργο πλουσιόπαιδο και η κόρη στο κατώφλι λαμπρού γάμου. Η εισβολή του Επιθεωρητή Γκουλ στην έπαυλή τους έρχεται να ταράξει τις αυτάρεσκες βεβαιότητες επάνω στις οποίες πορεύονται αμέριμνοι. Στην αρχή κανένας δεν μπορεί να καταλάβει τι σχέση μπορεί να έχει - αυτή, η επιφανής οικογένεια Μπέρλινγκ - με την αυτοκτονία μιας φτωχής έκπτωτης, της Εύας Σμιθ.

Τι κι αν ο Αρθουρ Μπέρλινγκ την απέλυσε επειδή τόλμησε να ζητήσει μερικά σελίνια αύξηση; Τι κι αν η κόρη του απαίτησε με υπεροπτικό ύφος να την πετάξουν στον δρόμο; Τι κι αν ο μέλλοντας γαμπρός των Μπέρλινγκ σπίτωσε την Εύα επί σειρά μηνών και μετά την παράτησε για να επιστρέψει στην αρραβωνιαστικιά του; Ή αν ο άσωτος αλκοολικός γιος την άφησε έγκυο ή αν η μητέρα την ξαπόστειλε από τον σύλλογο φιλάνθρωπων κυριών της πόλης όπου κατέφυγε η απεγνωσμένη λίγο προτού αυτοκτονήσει;

Μελόδραμα με μαρξιστικό - φεμινιστικό υπόβαθρο και αστυνομικό περιτύλιγμα, «Ο Επιθεωρητής έρχεται» αποτελεί μια ελκυστική και ιδιαίτερη περίπτωση καλοφτιαγμένου δράματος με διαχρονικό κοινωνικό μήνυμα. «Αν δεν έμεινε τίποτε άλλο να μοιραστούμε, τότε πρέπει να μοιραστούμε την ενοχή...»: ο Επιθεωρητής καλεί όλους τους παρευρισκομένους να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί, εφόσον «είμαστε όλοι μέλη του ίδιου σώματος» και, αν τα κατώτερα άκρα νοσούν, τότε και τα ανώτερα θα αποδειχθούν αργά ή γρήγορα εξίσου άρρωστα.

Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γρηγόρης Βαλτινός υπηρετεί αξιοπρεπώς το έργο σε ένα ευπαρουσίαστο σύνολο, με καλούς ρυθμούς, που διατηρούν το ενδιαφέρον μας ως το τέλος. Μια παράσταση ευχάριστη και καλοστεκούμενη, που δυστυχώς δεν καταβάλλει καμία προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Ως αποτέλεσμα έχουμε τα οικεία παράγωγα ενός τυποποιημένου ρεαλισμού εποχής με λουσάτα έπιπλα, πιάνο με ουρά, ποτήρια σαμπάνιας, φτερά και σμόκιν.

Δεν αναφέρομαι όμως μόνο στην όψη που υλοποιεί το αναμενόμενο αλλά και στη γενικότερη αντιμετώπιση του κοινωνικού πλαισίου: ως προς αυτό δεν καθίστανται τόσο εμφανείς οι ομοιότητες με τη δική μας εποχή, εξίσου ένοχης όσον αφορά τον εγκλωβισμό της εύπορης τάξης σε μια δική της πραγματικότητα, ατσάλινα θωρακισμένη και εχθρική προς κάθε εισβολέα με αιτήματα συλλογικής ευθύνης.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ως Επιθεωρητής προσφέρει μια σύγχρονη απόχρωση με το ειρωνικό, σχεδόν χλευαστικό στυλ που προσδίδει στον ήρωά του, υπερασπιστή των αδυνάτων. Τη συμπάθειά μας κερδίζει η Ευτυχία Γιακουμή ως κόρη Μπέρλινγκ που, κλονισμένη από τις αποκαλύψεις της βραδιάς, βλέπει τη συνείδησή της να αφυπνίζεται - θα μπορούσε να μειώσει κάπως τον διαρκή, ελαφρώς υπερβολικό, συναισθηματισμό της. Λίγο πιο θολός αλλά επαρκής εν τέλει ο Κώστας Βασαρδάνης ως βασανισμένος γιος που αναλογίζεται κι αυτός, έστω αργά, τις ευθύνες του. Η Κερασία Σαμαρά δεν εναρμονίζεται τόσο στο προφίλ της στομφώδους, καθώς πρέπει κυρίας υψηλής κοινωνίας, βγάζει όμως στην ερμηνεία της ένα απαραίτητο στοιχείο, τη σιχαμένη σκληρότητα που αρνείται κάθε περιθώριο λάθους.

Ο Γρηγόρης Βαλτινός ως κεφαλή της οικογένειας παραμένει ένας συμπαθής υπερφίαλος και όχι ένας σκληροπυρηνικός κεφαλαιοκράτης που περιγελά τα αιτήματα των εργαζομένων και νοιάζεται μόνο για το κέρδος και το κύρος. Το παίξιμό του, ωστόσο, ακριβώς επειδή παραμένει εξωτερικό, προσδίδει μια νότα ελαφρότητας στην παράσταση, εξορκίζει τη βαρύγδουπη σοβαροφάνεια και βοηθάει, μέσα από τις περιστασιακές κωμικές στροφές, στην αποσυμπίεση.