Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012


Ο Νίκος Κουρής και η Ιωάννα Παππά σε στιγμιότυπο από την παράσταση

«Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ στο θέατρο Rex - Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη, σε σκηνοθεσία
Μιχαήλ Μαρμαρινού..
Η Ελένη θέλει τον Δημήτριο αλλά αυτός θέλει την Ερμία και η Ερμία με τη σειρά της είναι ερωτευμένη με τον Λύσανδρο, ο οποίος ευτυχώς νιώθει το ίδιο για εκείνη. Οχι για πολύ όμως: μια καλοκαιρινή νύχτα με φεγγάρι είναι αρκετή για να έρθουν τα πάνω κάτω. Μέσα στο δάσος οι επιθυμίες θα μπερδευτούν απρόσμενα σε ένα κυνήγι σουρεαλιστικό: ο Λύσανδρος θα ξεχάσει την Ερμία εν ριπή οφθαλμού και θα ανακαλύψει τις χάρες της Ελενας. Το ίδιο θα κάνει και ο Δημήτριος, αλλά το νέο αντικείμενο του πόθου τους - που ως πριν από λίγες ώρες δεν ήθελαν ούτε να το δουν στα μάτια τους - αρνείται να πιστέψει τους αιφνίδιους όρκους αγάπης που με τόση θέρμη της αφιερώνουν.


«Εχει τελικά σημασία ποιος θα παντρευτεί ποιον; Η απάντηση του Σαίξπηρ είναι "όχι και τόσο"» γράφει ο Χάρολντ Μπλουμ. Ο νεανικός έρωτας αποδεικνύεται βιαστικός και ο έρωτας γενικότερα τυφλός και άστατος. Αυτό το θόλωμα της όρασης και της βούλησης όμως δεν αφορά μόνο τους ευμετάβλητους νεαρούς εραστές αλλά και ολόκληρη την αίσθηση που θέλει να δημιουργήσει το «Ονειρο».
«Ποτέ ξανά δεν άκουσα τόσο μελωδική παραφωνία, τόσο γλυκιά θύελλα» λέει η Ιππολύτη στον Θησέα την παραμονή του γάμου τους, όταν ο βασιλιάς της Αθήνας υπερηφανεύεται στη μέλλουσα σύζυγό του για τα σπαρτιάτικα κυνηγόσκυλά του που ξεσηκώνουν τον τόπο με τα γαβγίσματα και τα αλυχτίσματά τους. Ο διάλογος φαντάζει σχεδόν παρανοϊκός, ειδικά όταν ο βασιλιάς καμαρώνει για μερικά τετράποδα που δεν τα καταφέρνουν τόσο στο κυνήγι και μοιάζουν να έχουν ανατραφεί μόνο και μόνο για τη θεσπέσια φασαρία που προκαλούν στο πέρασμά τους.
Κανένα δεδομένο δεν μένει ακλόνητο στη διάρκεια αυτής της ξέφρενης νύχτας: οι εραστές ανταλλάσσουν συντρόφους από ξέφωτο σε ξέφωτο, η βασίλισσα των ξωτικών θαμπώνεται από έναν ανθρωπόμορφο γάιδαρο, ο σύζυγός της τα βλέπει όλα και γελάει, ενώ ταυτόχρονα ένας θίασος αθώων μαστόρων προσπαθεί απεγνωσμένα να ετοιμάσει τη «φρικώδη τραγωδία» του για τους βασιλικούς γάμους. Θνητοί και αθάνατοι, υπερφυσικά πλάσματα, ζωόμορφοι διασκεδαστές, ευγενείς και θεατρίνοι, όλοι συναντώνται και περνούν από κωμικές δοκιμασίες που μεταμορφώνουν την όψη ή τις απόψεις τους μέσα σε λίγες μαγικές ώρες. Σε τέτοιον βαθμό ώστε δεν μπορούν να μην αναρωτηθούν, όπως ο χαριτωμένος Πάνος Πάτος (Bottom), ξυπνώντας στην αγκαλιά της Τιτάνιας, μήπως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.
Πώς αποδίδεται σκηνικά αυτή η «μελωδική παραφωνία», αυτό το μπέρδεμα των αισθήσεων που διασχίζει ζαλισμένα σκοτεινά μονοπάτια για να φτάσει θριαμβευτικά στη χαρά της ζωής και του θεάτρου; Στην παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού το μπέρδεμα δεν είναι καθόλου γλυκό και η σύγχυση κυριολεκτική. Η βασική εντύπωση που παίρνει μαζί του ο θεατής αποχωρώντας είναι αυτή του, κακώς εννοούμενου, χάους. Αντί να φροντίσει να τιθασεύσει την τεράστια σκηνή του Rex - πράγμα που δεν κατάφερε -, ο σκηνοθέτης θεώρησε σκόπιμο να ξαμολήσει τους ηθοποιούς του σε όλες τις γωνιές και σε όλα τα επίπεδα του θεάτρου. Κάθε τρεις και λίγο σκάνε «μύτη» από διαφορετικό σημείο, λες και το ζητούμενο είναι η διασπορά, να μη μείνει σπιθαμή του χώρου παραπονεμένη.
Σε δεκαπέντε θεωρεία, μπαλκόνια και σε όλους τους διαθέσιμους διαδρόμους ροβολάνε ασταμάτητα οι «εραστές» κυνηγώντας ο ένας τον άλλον μέσα σε μια μάταιη, επιδεικτική σπατάλη ενέργειας. Καπνοί, τρεχαλητά και τρομάρες συνθέτουν τον βασικό καμβά της σκηνικής δράσης που μοιάζει να αφορά όλους τους άλλους εκτός από τους θεατές. Οι τελευταίοι μένουν απορημένοι μάρτυρες ενός θεατρικά ατελέσφορου, άρρυθμου και καθόλου σουρεαλιστικού κρυφτοκυνηγητού. Είναι προφανές - και σχεδόν εξοργιστικό - ότι ουδόλως αφορά τον σκηνοθέτη η σύνδεση με τον θεατή. Του είναι αδιάφορο αν ακούει και αν καταλαβαίνει. Γιατί πράγματι ούτε το ένα ούτε το άλλο αποδεικνύεται εφικτό. Τα λεγόμενα του Ομπερον, βασιλιά των ξωτικών - εδώ παρουσιασμένος σαν συγγραφέας βυθισμένος στα γραπτά του -, δεν ταξιδεύουν στιγμή μακρύτερα από τις άκρες του γραφείου του στο βάθος της σκηνής. Αλλά ούτε και η μαγνητοφωνημένη φωνή της Τιτάνιας προσφέρει κάποια βιώσιμη εναλλακτική λύση.
Οσοι δεν είναι γνώστες του κειμένου νομίζω ότι απλώς οδηγούνται στην απελπισία: τόσο αδύνατον είναι να παρακολουθήσεις τον λόγο και οι μάσκες των ηθοποιών (εμπνευσμένες, φαντάζομαι, από την ανάγκη για «σβήσιμο» της ταυτότητας των ηρώων) συντελούν ακόμη περισσότερο στην ανέγερση τείχους. Οι μόνοι που γίνονται κατανοητοί είναι οι μάστορες και οι δικές τους σκηνές είναι οι πιο συμπαθητικές, ειδικά στην πέμπτη πράξη όπου εμφανίζονται με τα κοστούμια τους σε πλήρη ανάπτυξη. Υπάρχουν ωραίες στιγμές, όπως π.χ. η εικόνα της ξαπλωμένης γυμνής Τιτάνιας με τον Πάτο - Ντόναλντ Ντακ να την περιεργάζεται, καθώς και η ιδέα της τοποθέτησης των ευγενών ανάμεσά μας για την τελευταία πράξη, εύρημα που εκτελείται αβίαστα.
Οσον αφορά όμως το γέμισμα της καφετιέρας με νερό ή το φωτεινό κουτί των μυστικών που οι θεατές καλούνται να ανακαλύψουν πάνω στη σκηνή ή ακόμη το ομοίωμα του προαναφερθέντος ήρωα του Ντίσνεϊ, όλα αυτά λειτουργούν αποσπασματικά ή καθόλου, εντάσσονται άγαρμπα στη δράση, δεν μας παρασύρουν σε έναν κόσμο ονειρικό, απομακρυσμένο από τις στεγνές επιταγές της λογικής. Και πώς είναι άλλωστε δυνατόν να παρασυρθείς οπουδήποτε όταν το μόνο που συναντάς μπροστά σου είναι πάσης φύσεως εμπόδια και καμία διάθεση επικοινωνίας ή μοιράσματος. Το «Ονειρο» του Μαρμαρινού συνιστά από την αρχή ως το τέλος μια προσωπική του υπόθεση και ο Σαίξπηρ μια μακρινή αφορμή, ένα πρόσχημα που μένει εντελώς αναφομοίωτο τόσο από τους ηθοποιούς όσο και από τους θεατές.