Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

 Ο Στέργιος Ντέρτσας γράφει πριν από 11 χρόνια......(Ανάρτηση από το  Ποιείν.gr)




Στέργιος Ντέρτσας,

«Μη μιλάς» [ο χάρτης αιμορραγεί] 


Στη μνήμη του Χρήστου Βακαλόπουλου

Της χώρας του, της πόλης του, της γειτονιάς του, της ζωής του, ο χάρτης, μια μικρή κηλίδα πάνω του, αίμα ,αληθινό, ζεστό αίμα, στο κέντρο περίπου, εξαπλώνεται, σε όλα τα μήκη και πλάτη του, ανατολή, δύση, βορράς, νότος, απειλητικά, εφιαλτικά γρήγορα, αυτοκρατορία ασυγκράτητη, καλπάζει, σβήνει τα σύνορα, τα καταργεί, τα καταπίνει, τα βουνά, τα ποτάμια, τις λίμνες, τις πεδιάδες, τις θάλασσες, αίμα, είναι αίμα, γαμώτο, αίμα, το παιδί, το παιδί, το φάγανε, το χτυπήσανε, μια σφαίρα, πονάει, το χρώμα του αλλάζει, μια κηλίδα, όχι απ’ έξω, από μέσα, ένας αιφνίδιος, ορμητικός, πίδακας, καίει,
όλα σκοτεινιάζουν, αίμα μαύρο, πονάει, πως βρέθηκα εδώ, τι έγινε, αναρωτιέται, το τοπίο γύρω του θαμπώνει, πως, μια απορία σαν σφαίρα, διψάει, διψάει, λίγο νερό, προσπαθεί να φωνάξει, μάλλον αδύνατο, μήπως κι ακούσουν οι άλλοι, οι δικοί του, δεν ξέρει αν τον πήραν χαμπάρι, δεν ξέρει αν είναι σε θέση να τον βοηθήσουν ή μήπως κι αυτοί χρειάζονται βοήθεια, ήταν όλοι μαζί, λέγανε διάφορα, γελούσαν, μια ηλεκτρισμένη νηνεμία τους μούδιαζε τα μέλη, γελούσαν χωρίς λόγο, από εκνευρισμό, από φόβο, πάνω στα γέλια τους ήρθε και στάθηκε ένα βαρύ σύννεφο ανησυχίας, ασάλευτο, μελανιασμένος προάγγελος, άρχισε να πέφτει ένα χαλάζι από σφαίρες, τίποτα άλλο δεν θυμάται, ξαφνικός πυρετός, ένας πύρινος σφικτήρας γύρω από το κεφάλι του, στο μέτωπό του μικρά σπυριά ιδρώτα, θλιμμένα, δυσοίωνα άστρα, μπρος στα μάτια του ένα ασυνάρτητο γυαλί, φριχτές, ακατανόητες εικόνες, φαντάσματα με σάρκες και οστά, πέφτουν πάνω του με δύναμη, τσακίζουν και τσακίζονται, αποσπάσματα αγαπημένων προσώπων, το κορίτσι του, η γαλήνια ομορφιά του προσώπου της, το γεμάτο ταπεινοφροσύνη φεγγοβόλημα της ύπαρξης της, αλλοιωμένη μορφή, ένα παραμορφωμένο κομμάτι της, ποιος της το έκανε αυτό, ομορφιά που πνίγεται από παράσιτα, ποιος, του απλώνει ένα χέρι που όλο πλησιάζει αλλά ποτέ δεν φτάνει, τη ρωτάει πότε θα πάνε για σκι, πρέπει να το κανονίσουν σύντομα, σε κάποια από τις επόμενες μέρες οπωσδήποτε, κορυφές, χιονισμένα βουνά, αίμα κι εκεί, απλώνεται, η μητέρα του, πίσω από το γυαλί, μαμά, μαμά, πονάω, κάνε κάτι, στείλε το ιαματικό σου φιλί να πάψουν όλα εδώ, σβήσε τη φωτιά του μετώπου του με τη ζεστασιά της αγκαλιάς σου, κρύψ’ τον απ’ την πραγματικότητα, μέθυσε τον με την μοναδική μυρωδιά του σώματός σου, μανούλα, βρες κάτι από το παιδικό του δωμάτιο, βαλ΄το στα χέρια του, να ξεγελάσει με ένα νοσταλγικό σλάλομ τον πόνο, ένα παιδί, αμούστακο πρόσωπο, απαλό δέρμα, ηλιοκαμένο βελούδο, μάτια φεγγάρια, έκλειψη, ένας- ένας οι διακόπτες πέφτουν, κτακ , κτακ, κτακ, ένα παιδί, σβήνει, πως, ποιοι, γιατί, στο διάολο όλα αυτά, ψυχορραγεί, το στήθος του πάλλεται, ο χάρτης ανεβοκατεβαίνει, νομίζεις πως θα πετάξει, σαν άγριο πετούμενο που βουτάει στο αίμα κι αμέσως ξαμολιέται ψηλά, παιδί, σκέφτεται, παραληρεί ψιθυριστά, πως ερμήνευσε λάθος τα όνειρα του, πως φέρθηκε με αλαζονεία στους εφιάλτες τους, τους υποτίμησε, τους αγνόησε επιδεικτικά, πως διοχέτευσε και τις ορμές και την έπαρση της ηλικίας του σε λάθος στόχους , τέτοια ώρα, ο χάρτης μουλιάζει στο αίμα, κολλάει πάνω του, είκοσι χρονών, τέτοια λόγια, τρυφερή, εύθραυστη ηλικία, βαφτισμένη στο αίμα, πατέρα που είσαι, έλα παρ’ τον στους δυνατούς σου ώμους, όπως τότε, στο γκαζόν της αυλής, δυο σας, ατίθασα πουλάρια, καν’ τον να κλάψει από το πολύ γέλιο, πατέρα , πονάει, δεν μπορεί να μην τον ακούς, όσο μακριά κι αν είσαι, πέτα επιτέλους την εφημερίδα σου στην άκρη, παρεμβάλλει, αναχαιτίζει τη κραυγή του, πως θα τον ακούσεις, φόρα τα παπούτσια σου και τρέξε, βγες στους δρόμους, ξυπόλυτος δεν πειράζει, ρώτα, μάθε, μη παριστάνεις τον ψύχραιμο, ούρλιαξε, αφουγκράσου, τα αγωνιώδη θροΐσματα των δέντρων της αυλής κάτι έχουν να σου πουν, η απεγνωσμένη του έκκληση για βοήθεια σβήνει κι αυτήν, δύσκολο, το καταλαβαίνει πόσο δύσκολο είναι πλέον, ένα θαύμα μόνο, πονάει, πονάει πολύ και προσεύχεται, με το ίδιο του το αίμα, μπαμπά το αυτοκίνητο σου θέλει πλύσιμο, το αφήνεις επίτηδες βρώμικο, κάνεις πως δεν βλέπεις, λάσπες και σκόνες και κουτσουλιές και αναμνήσεις, περιμένεις να το πλύνετε μαζί, όταν έρθει, να παίξετε με το λάστιχο και τις σαπουνάδες, η μαμά να ωρύεται με αγάπη, να σας μαλώνει με στοργή, ενώ από ώρα θα έχει έτοιμα τα στεγνά, καθαρά, φρεσκοσιδερωμένα, ευωδιαστά, κι αφού τελειώσετε να πάτε για μπύρες, ντυμένοι στη τρίχα, πολλές μπύρες μέχρι να γίνεται στουπί, πονάει, δεν θέλει να το παραδεχτεί αλλά το νιώθει, πεθαίνει, πίστευε πως αυτός ποτέ, πως τον θωράκιζε η δίψα του για ζωή, οι επιθυμίες του, η στίλβη ενός πολλά υποσχόμενου μέλλοντος, το θεωρούσε σχεδόν απίθανο, το αίμα πολύ, ακατάσχετη, μόνο ένα θαύμα, μπαμπά, πατέρα, τις πιο πολλές μπύρες που έχετε πιει ποτέ, μπύρες, ανέκδοτα, αντροπαρέες, τρανταχτά γέλια, να σειστεί το μαγαζί, ανεμελιά, σε κάθε γωνιά του χάρτη, σε κάθε αμυχή, σε κάθε κοιλότητα, αίμα, απλώνεται, σαν απρόβλεπτη διαδήλωση, σαν απορία που απορεί με τον εαυτό της, με το που εκδηλώνεται γιγαντώνεται, σαν σκέψη φαινομενικά απλή που μόνο απλή δεν ήταν τελικά, ξεπετάχτηκαν από μέσα της δρόμοι και δρομάκια, ανήλιαγα σοκάκια, στενά, λεωφόροι, ατέρμονοι μαίανδροι, ιλιγγιώδεις σπείρες, ασύλληπτες οι διαστάσεις της, ο χάρτης, το λευκό που τον κύκλωνε, κόκκινο, κατακόκκινο, ένα κόκκινο που βαθαίνει, γίνεται όλο πιο σκούρο, περνάει στα όρια του μαύρου, αίμα που θυμώνει, που δεν θέλει να παραδεχτεί τίποτα κι έτσι παραδέχεται τα πάντα, που αφρίζει, που αποθηκεύει στη μνήμη του, αποθηκεύει, αποθηκεύει και στο τέλος δεν αντέχει, ξεχειλίζει άλλο αίμα, νέο αίμα, το αίμα του, συρρίζοντας χύνεται σπάταλα, είκοσι, σε δυο βδομάδες τα κλείνει, είκοσι κεράκια, όχι ακόμη, ποιος βιάζεται τόσο, ποιος τα σβήνει από τώρα, ένα- ένα, λεπτό -λεπτό, η μαμά κοιτά τη τηλεόραση, διαφημίσεις, χαρούμενα, γυαλιστερά οπίσθια που πλασάρουν εντομοαπωθητικά, ταινίες, οι κακοί την πατάνε στο τέλος, σήριαλ, τώρα τελευταία μπερδεύεται, δεν ξεχωρίζει καλούς και κακούς, αφηρημένη μονίμως, σκέφτεται το δώρο του, πλησιάζει ο καιρός, έχει κάνει μια τεράστια λίστα, είναι πολλά αυτά που θέλει να του πάρει, ένα ολόκληρο πολυκατάστημα, να το προσαρμόσει στη πλάτη της σαν Άγιος των Δώρων, για χάρη του, να βγάζει από μέσα εκπλήξεις και να μην έχουν τελειωμό, να γεμίσει πυροτεχνήματα έκπληξης τα μάτια του, ματάκια μου γλυκά, κοιτά προς την οθόνη αλλά δεν βλέπει τίποτα, έναν πολτό εικόνων, μια αποπνικτική λάβα από χρώματα, κάποιοι παράξενοι τριγμοί στο μυαλό της, κραδασμοί στη καρδιά, κρατάει κρυφά τα αποτελέσματα των εξετάσεων που βγήκαν χθες, ο μπαμπάς είναι στενάχωρος κι ας παριστάνει τον ψύχραιμο, τον άνετο, κενά αέρος, αγαπημένο μας παιδί, ξεκίνησε ήδη να του γράφει ένα μεγάλο, μακροσκελές, ευχετήριο γράμμα που θα το κολλήσει πάνω στο δώρο του, στα δώρα του, θα τα τυλίξει με τις σελίδες του, θέλει τόσα πολλά να του πει, αγαπημένο μας παιδί, δυο, τρεις, δέκα, δώδεκα , είκοσι σελίδες, αγαπημένο μας παιδί, αγαπημένο μας παιδί, δεν μπορεί να συνεχίσει, δεν ξέρει γιατί, κλαίει, σκαλώνει, αγαπημένο μας παιδί, μωρό μου, πως της ήρθε, κλαίει, α, στο καλό, ρίχνει μια ματιά στο μπαμπά, εφημερίδα, στενάχωρος, σκοτώνει τα δάκρυα της σκεπτόμενη το διακανονισμό για το καινούργιο σαλόνι, σαράντα οχτώ άτοκες, τα δίνει και καταλαβαίνουν, βαράει στο ψαχνό, μηδενικό επιτόκιο, ο χάρτης μαζεύει, ζαρώνει, πνιγμένος στο αίμα, και συρρικνώνεται, αιμάτινη τρύπα, χάσκει ορθάνοιχτη, σαν στόμα, σαν το στόμα του, όπως τότε, μπροστά στο φανταχτερό θέαμα του τσίρκου, όταν πηγαίνατε όλοι μαζί, χαρούμενη οικογένεια, αφημένη κάτω από την βροχή της ευτυχίας, ποπ κορν, ποτήρια μαμούθ γεμάτα μαγικά αναψυκτικά, του ψιθύριζαν όλη την ώρα, φσσσσσσσσ, την ανερμήνευτη γλώσσα των θαυμάτων της παιδικής ηλικίας, ακροβάτες πάνω σε σχοινιά, ανάμεσα σε φωτιές απίστευτες, ρωμαλέες και παιχνιδιάρικες, πύρινη τσαχπινιά, πάντα νικητές, άγρια ζώα, πάντα τιθασευμένα, ακίνδυνα, μπαίνανε στο τέλος στα κλουβιά τους, υποταγμένα, με την ουρά στα σκέλια, σώματα σε σχήμα υποτέλειας, θλιμμένοι κλόουν που κάνανε τη θλίψη τους ασυγκράτητο γέλιο στα χείλη όλων των άλλων, σχεδόν όλων, αυτός έκλαιγε, γιατί παιδί μου, στο τέλος πάντα έκλαιγε, δεν το είδε ποτέ με καλό μάτι το τσίρκο, κάποιο αόρατο χέρι του φύτευε αγκαθάκια στη καρδιά, εκεί μέσα έκλαιγε, ήθελε να φύγουν, οι γονείς θύμωναν, για σένα ήρθαμε, άμα ήρθατε για μένα πάμε να φύγουμε, δεν μου αρέσει, το μετάνιωσα, κάτσε λίγο ακόμα θα σου αρέσει, ποτέ δεν του άρεσε, αγαπημένοι μου γονείς, το ξεκίνησε χθες, σκόπευε να το τελειώσει τις επόμενες μέρες, με τη πρώτη ευκαιρία, μου λείπετε, μου λείπει η αυλή, το σπίτι, το θρόισμα των δέντρων, όλα, όταν έρθω θέλω να με πάτε στο τσίρκο, όλοι μαζί όπως τότε, συγνώμη που έκλαιγα, που σας έκανα δύσκολη τη ζωή με τα καμώματά μου, θέλω ένα τσίρκο προβλέψιμο, υπόσχομαι να μη κλαίω, τ’ ορκίζομαι, θα χειροκροτώ από την αρχή ως το τέλος ασταμάτητα, μέχρι τα χέρια μου να βγάλουνε φουσκάλες από το πολύ χειροκρότημα, θα γελάω μέχρι να κατουρηθώ πάνω μου, εδώ οι ακροβάτες πολλές φορές πέφτουν από τα σχοινιά τους, κανένα προστατευτικό δίχτυ δεν περιμένει από κάτω, αθόρυβα αλλά η εικόνα της πτώσης τους σου γαμεί τα τύμπανα, κλείνω τα μάτια να μη βλέπω, οι φωτιές δεν σηκώνουν αστεία , δεν έχουν όρεξη για παιχνιδάκια, για νάζια, πεινάνε για ανθρώπινες ζωές, διψάνε για αίμα, το περισσότερο καιρό τη βγάζω με τα μάτια κλειστά, τα θηρία κατασπαράζουν τους θηριοδαμαστές τους , τους μαστιγώνουν με τις ουρές τους, ανελέητα, μέχρι θανάτου, κλείνω τα μάτια, τόσο δυνατά που πονάνε αφόρητα, γιατί μερικές φορές ένα απλό κλείσιμο δεν είναι αρκετό, η φρίκη άμα βρει άνοιγμα εφορμά, μπουκάρει, μπαίνει μέσα, τα κάνει όλα λίμπα, οι θλιμμένοι κλόουν είναι οπλισμένοι σαν αστακοί, δεν προλαβαίνεις να τους χειροκροτήσεις, να τους πεις πόσο πολύ τους συμπαθείς, πατάνε τη σκανδάλη αμέσως, η θλίψη τους δεν είναι μπογιά στα μούτρα, είναι αληθινή θλίψη, ζωντανή, βαθιά, χαώδης, ζαλίζεσαι αν καθίσεις να την παρατηρήσεις για ώρα, μετά έχεις πονοκέφαλο για πολλές μέρες, τα παυσίπονα δεν βοηθάνε καθόλου, οι μπύρες κάνουν τα πράγματα δυσκολότερα, η αληθινή θλίψη δεν υποφέρεται, είναι χειρότερη κι από συννεφιασμένος ουρανός που δεν λέει να σκάσει ένα χαμόγελο, όλο βροχή, συνέχεια κρύο, χειμώνας, δεν περιμένεις καμιά Άνοιξη να τον αλλάξει, χειμώνας που τον διαδέχεται ένας άλλος, πιο χειμώνας από τον προηγούμενο, τα κλείνω, πιέζω τα βλέφαρα, τόσος χειμώνας κι ούτε μια νύξη για σκι, πως ν’ αντέξεις έτσι, δεν βρέχει ευτυχία, μόνο σφαίρες και φωτιές, θα συνεχίσει με τη πρώτη ευκαιρία, έχει τόσα πολλά να σας πει, δεν είναι σίγουρος αν πρέπει να σας τα πει όλα αυτά αλλά θα συνεχίσει, το πολύ- πολύ μόλις τελειώσει ν’ αρχίσει να σβήνει, θέλει όμως να το ολοκληρώσει, να φτάσει στο τέλος, μήπως και δει την αρχή που έπεται, το έχει ανάγκη για να ανασάνει, αν έπεται, κάποια θα σας φανούν πολύ παράξενα, σχεδόν δεν θα τα πιστεύετε, πιστέψτε τα, πιστέψτε τα, εσωκλείει και φωτογραφίες, πάμπολλες, τα τοπία δεν είναι τόσο ειδυλλιακά βέβαια αλλά έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, αν κάποια πράγματα σας κάνουν κι απορήσετε δεν φταίει η κάμερα, όχι, η κάμερα φυσάει, το ξέρετε, δώρο δικό σας, γενέθλια, δύο χρόνια πριν, απλά κάποια τοπία και κάποιες φάτσες εδώ δεν σου δίνονται με τίποτα, θαρρείς υπάρχουν για να ξεφτιλίζουν την προηγμένη τεχνολογία, του το είχαν πει πως μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, το είχε διαβάσει κάπου, το πήρε για ακατανόητο αστείο, άλλο φωτογραφίζεις κι άλλο βγαίνει στο χαρτί, πολλή καχυποψία, αυτό το μαύρο που απλώνεται στις φώτο και τις κάνει να μοιάζουνε καμένες είναι η καχυποψία τους, ακόμη και τα ήμερα ζώα τους δεν είναι ήμερα, είναι άγρια από καχυποψία, προχθές πήγα να δώσω μια ολόκληρη κονσέρβα σε μία γάτα και παραλίγο να μου σκίσει τα χέρια, έμεινα νηστικός για χάρη της, καχυποψία, αχαριστία, μια μεγάλη χαρακιά στο χέρι μου, αίμα, δεν υπάρχει πλέον χάρτης, τον ρούφηξε το αίμα, τον εξαφάνισε, στη θέση του αφήνει μια μαύρη τρύπα, σιγά -σιγά ο πόνος μεταμορφώνεται, ήταν τόσο πολύς που κατάργησε τελικά τον εαυτό του, γίνεται κάτι άλλο, ένα απαλό λίκνισμα, ένα βούλιαγμα σε κάτι πηχτό και κολλώδες, μια παράδοξη αίσθηση αδιατάραχτης ασφάλειας, μια σπηλιά που τον τραβά στα έγκατα της, το σώμα του το διασχίζουν χιλιάδες χιλιάδων χαλαρωτικά μυρμηγκάκια, στο πρόσωπο του βουίζουν μύγες, σιχαμερές, μεγάλες μύγες, χοντρές, επίμονες, ο χρόνος, αλλάζει κι αυτός, γίνεται κάτι διαφορετικό, μια τεράστια πίστα σκι με μεγάλο βαθμό δυσκολίας, κατηφορική, μαχαίρι, νιώθει να την κατεβαίνει με ασύλληπτη ταχύτητα και να μεθάει από την αίσθηση ελευθερίας, μια ξέφρενη κούρσα στο χιόνι, χωρίς τερματισμό, ώσπου η μονοτονία χωνεύει στο μεγάλο της στομάχι εντάσεις και ταχύτητες , μια ανάλαφρη και λιγωτική μονοτονία τώρα, κάνει το ξέφρενο να μοιάζει απελπιστικά αργό, ακινησία σχεδόν, λυπάται που δεν θα έχει την ευκαιρία να τους πλησιάσει, όλους αυτούς, πάντα το σκεφτόταν να το κάνει, να τους μιλήσει για σκι, μια παλαβή επιθυμία, οι άλλοι τον κορόιδευαν, σκάσαν στα γέλια, ησυχία, γίνεται ησυχία, απόλυτη, τόσο απόλυτη που τη νιώθει να σφυρίζει στ’ αυτιά του, να τα τρυπάει, να τον εξαντλεί, να τον αποτελειώνει, τα μάτια του κλείνουν σχεδόν, σχισμές, το σκι είναι όμορφο σπορ, σπορ, σπορ, σπορ, σπ………………………………………………ορ, μια μορφή πλησιάζει, μια γυναίκα με κρυμμένο πρόσωπο, ο βηματισμός της, εγκάρσια τομή στην αχλή του τοπίου, ντυμένη στα λευκά, όχι τόσο λευκά όσο θα δικαιολογούσαν οι προσδοκίες που γεννάει η απρόσμενη παρουσία της, θα μπορούσε να είναι διαφήμιση, με τη κατάλληλη πλαστική εγχείρηση θα μπορούσε, πλησιάζει, φτάνει, στέκεται πάνω του, την αποκαλεί, μαμά, το ύφασμα που κρύβει το πρόσωπο της ξάφνου λάμπει, τι συμβαίνει από πίσω, θα μπορούσε αλλά δεν, σκύβει, γονατίζει, κάτι του λέει, ρωτάει, ψάχνει, είναι μια μητέρα, όχι η δικιά του, θα μπορούσε όμως, ρωτάει για το δικό της παιδί, της είπαν πως το είδαν κάπου εδώ γύρω, πνιγμένο στο ίδιο του το αίμα, κολύμπησε, πάλεψε, αλλά, καταλαβαίνει αμέσως, κάτι πάει να θυμηθεί, αλλά όχι, δεν το είδε, δεν πρέπει να το είδε, και πάλι δεν είναι εντελώς σίγουρος, ο καπνός ήταν τόσο πυκνός, το χαλάζι πολύ δυνατό, δεν μπορούσε να δει τίποτα, ούτε ν’ ακούσει, της ζητάει, συγνώμη, λυπάται που δεν μπορεί να την βοηθήσει, θα το ήθελε πολύ, ειλικρινά θα το ήθελε, συνεννοούνται, είναι ένα παιδί που διψά, τούτη την ώρα, για την παρουσία της μητέρας του , για μια αχτίδα της έστω, ένα παιδί, είκοσι κι ούτε, είναι μια μητέρα που ψάχνει το παιδί της, εξαρτιέται από τις αναλαμπές των ματιών του, λίγο πολύ μιλάνε την ίδια γλώσσα, τον αγκαλιάζει, τον φιλά, τον αποκαλεί, παιδί μου, όλα είναι καλύτερα τώρα, τα κλαδιά των δέντρων της αυλής σκύβουν πάνω τους, του βγάζει το χιτώνιο, ματωμένο, βαρύ, το πετάει πέρα μακριά, το τελευταίο εμπόδιο για την ολοκλήρωση αυτής της εσπευσμένης υιοθεσίας, αναγκαίας, σωτήριας και για τους δύο, λυτρωτικής, ο στερνός αποχαιρετισμός ζητούσε διακαώς κατάλληλο κανάλι να κυλήσει, δέκτη να μεταδώσει το σήμα του, και βρίσκει, εκτονώνεται, βρίσκει πριν γίνει κάτι άλλο, πιο εκρηκτικό, πιο επικίνδυνο, οργή, αγανάχτηση, κατάρα, η στυφή γεύση που αφήνουν οι κακόγουστες φάρσες, ασίγαστη επιθυμία για εκδίκηση, βρόχος ματαιότητας, παιδί μου, παιδί μου, μητέρα, πονάω πολύ, πεθαίνω , τον παρακαλεί να σωπάσει, κάτω από χιτώνιο ένα μπλουζάκι, ένα κάποτε λευκό μπλουζάκι με έναν χάρτη πάνω του, στο πάτο μιας αιμάτινης λίμνης, που όλο μαυρίζει, ένας χάρτης, δεν φαίνεται καθαρά, της χώρας του, της πόλης του, της γειτονιάς του, της ζωής του, ο χάρτης, ακουμπάει το χέρι της πάνω του, τρυφερό μέσα στη σκληράδα του, σίγουρο μέσα στην αμφιβολία του, μη μιλάς, σσσσστ, μη μιλάς, το λευκό της ντύσιμο αλλάζει χρώμα, σιγά σιγά, γίνεται άλικο, από τα νύχια μέχρι τη κορυφή, μη μιλάς, ησύχασε, ηρέμησε, μέχρι και το ύφασμα που κρύβει το πρόσωπο της, άλικο, μη μιλάς παιδί μου, μη μιλάς, αγαπημένο μου παιδί, μη μιλάς, μωρό μου, μη μιλάς, αισθάνεται κιόλας καλύτερα, μη μιλάς, πολύ καλύτερα, μην μιλάς, ανακούφιση, μη μιλάς, λευκαίνει πάλι το μπλουζάκι, λευκότερο από κάθε άλλη φορά, άλικο το χυτό της ντύμα, θα μπορούσε να είναι διαφήμιση αλλά δεν είναι, είναι η ζωή τυλιγμένη πάνω στο θάνατο, είναι ο θάνατος τυλιγμένος πάνω στη ζωή, είναι το εντομοαπωθητικό που η μύτη της Ιστορίας δεν αντέχει και φεύγει μακριά, το στήθος του πάλι ηρεμεί, κατεβαίνει, μη μιλάς ο χάρτης αναδύεται, μη μιλάς, ανεβαίνει ξανά στην επιφάνεια, καθαρός, μη μιλάς, μόνο ένα θαύμα, μη μιλάς, πεντακάθαρος, μη μιλάς, μη μιλάς, μη μιλάς, μη μιλάς, μη μιλάς, δεν μιλά, σταματά να μιλά, παύει, κλείνει τα μάτια, γέρνει το κεφάλι, αφήνεται στα χέρια της, την ευχαριστεί μ’ ένα άδηλο χαμόγελο και σιωπά, σιωπά, σιωπά, σιωπά, δεν μιλά, δεν λέει τίποτα πια,


***********************************

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Βόλος, 1970. Από το 1993 ως σήμερα έχει συνεργαστεί με λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες του Βόλου, δημοσιεύοντας διηγήματα, ποιήματα και μεταφράσεις διηγημάτων από τα Ισπανικά. Έχει διακριθεί σε διαγωνισμούς Ποίησης και διηγήματος (το βραβευμένο διήγημα “Στην εξέλιξη της φάσης' , κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, στην Β’ Ανθολογία Διηγήματος ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ). Το 2010 παρουσιάστηκε στο Βόλο το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ, καρπός της συνεργασίας του με την ομάδα Θεάτρου και Χορού ΑΝΤΙ-ΘΕΣΙΣ. Σπουδαστής του τμήματος της Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού του ΕΑΠ.