Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Το «παράξενο» κύμα διαπρέπει!
Oι κριτικοί λατρεύουν τις ελληνικές ταινίες «Attenberg» και «Αλπεις» σε Ευρώπη και Αμερική

Σκηνή από την ταινία «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, η οποία για τους Times της Νέας Υόρκης, ανήκει στις «Καλύτερες ταινίες του 2012 που ενδεχομένως δεν είδατε» 7 

Το νέο κύμα κινηματογραφιστών της Ελλάδας διαπρέπει στο εξωτερικό_ πολύ περισσότερο από την ίδια την Ελλάδα. Αυτό βεβαίως συνέβαινε πάντα. Ωστόσο με την έξαρση των ταινιών αυτού του «παράξενου» κύματος (έχει περάσει ως weird στο εξωτερικό), το φαινόμενο γίνεται όλο και πιο συχνό.

Οι ελληνικές ταινίες επιλέγονται για τα διεθνή, πρώτης γραμμής φεστιβάλ (μερικά παραδείγματα του 2012 ήταν το «Αγόρι που τρώει το φαγητό του πουλιού» του Εκτορα Λυγίζου στο Κάρλοβι Βάρι και οι «Τίτλοι τέλους» του Γιώργου Ζώη στη Βενετία) ενώ, το κυριότερο, κάποιες από αυτές διανέμονται στις αίθουσες_ έστω σε κλειστό κύκλωμα.

Εισιτήρια πολλά μπορεί να μην κάνουν, όμως κερδίζουν την αποδοχή της πλειοψηφίας των κριτικών. Τελευταίο παράδειγμα η σημαντική διάκριση της ταινίας «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, η οποία για τους Times της Νέας Υόρκης, ανήκει στις «Καλύτερες ταινίες του 2012 που ενδεχομένως δεν είδατε».

Αυτός είναι ο γενικός τίτλος του άρθρου που κυκλοφόρησε στο τεύχος , στο οποίο συμπεριλαμβάνονται επίσης ταινίες όπως το «This is not a film» του Ιρανού Τζαφάρ Παναχί και το «Bestiare» τoυ Καναδού Ντενί Κοτέ. «Περισσότερο από μια παραδοξότητα ηθικής και ψυχολογικής ωρίμανσης, η ταινία είναι επίσης μια ιστορία κοινωνικοποίησης, αλλά και μια μελέτη της ζωώδους φύσης μας» αναφέρει για το «Attenberg» ο Ντένις Λιμ των Times.

Λίγες εβδομάδες πριν από τους Times, στο φύλλο της Παρασκευής 12 Δεκεμβρίου, ο βρετανικός Guardian δημοσίευσε την δεκάδα των αγαπημένων ταινιών των κριτικών. Εκεί, οι «Αλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου (φωτο.), ταινία η οποία διανεμήθηκε στην Μεγάλη Βρετανία μέσα στο 2012, κατέχει την ένατη θέση ανάμεσα στην «Βασίλισσα των Βερσαλλιών» του Λοράν Γκρίνιφιλντ στην δέκατη και το «Beasts of the Southern Wild» του Μπεντ Ζάιτλιν στην όγδοη.

«Στην πρώτη θέαση της ταινίας» αναφέρει στο κείμενό της η Ζαν Μπρουκς, «καταχώρησα στο μυαλό μου την ταινία του Λάνθιμου ως μια "τοξική" μαύρη κωμωδία. Δώδεκα μήνες αργότερα, όταν την είδα ξανά μου έκανε εντύπωση το πόσο απίστευτα θλιμμένη την βρήκα….. Μια πολύτιμη μνήμη που στριφογυρίζει και δαγκώνει. Νομίζω ότι χρειάζεται να την ξαναδώ.»