Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Ασε με, κόσμε....

«Περί ζώων» της Ελφρίντε Γέλινεκ στο Θέατρο Τέχνης Φρυνίχου, σε σκηνοθεσία Αλέξη Αλάτση

Η Βίκυ Βολιώτη σε στιγμιότυπο από την παράσταση  

Η δύναμη του θηλυκού είναι η δύναμη της σαγήνης, σύμφωνα με τον Μποντριγιάρ. Και όμως οι κάτοχοι αυτής της δύναμης αρνούνται να την οικειοποιηθούν, να αφεθούν και να την απολαύσουν. «Τι αντιτάσσουν οι γυναίκες στη φαλλοκρατική δομή μέσα από το δικό τους κίνημα αμφισβήτησης; Μια αυτονομία, μια διαφορά, μια ιδιαιτερότητα επιθυμίας και ηδονής, μια άλλη χρήση του σώματός τους, έναν λόγο, μια γραφή - ουδέποτε τη σαγήνη. Ντρέπονται γι' αυτήν σαν να επρόκειτο για μια τεχνητή σκηνοθεσία του σώματός τους, για ένα πεπρωμένο υποτέλειας και εκπόρνευσης. Δεν καταλαβαίνουν ότι η σαγήνη αντιπροσωπεύει τον έλεγχο του συμβολικού σύμπαντος, τη στιγμή που η εξουσία δεν αντιπροσωπεύει παρά τον έλεγχο του πραγματικού σύμπαντος».
Το παραπάνω απόσπασμα αποδίδει εν συντομία όλους τους άξονες του έργου της Γέλινεκ: το ανδρικό και το γυναικείο σύμπαν, που αντιπαρατίθενται σε λεκτικό επίπεδο, τη σύγχυση της ηρωίδας απέναντι στην προοπτική υποταγής ή και εκπόρνευσής της, την προσπάθειά της να ορίσει την επιθυμία της την ίδια στιγμή που απαρνείται το ισχυρότερο όπλο της, τη σαγήνη.
Ο λόγος του χορού των Ανδρών διαγράφεται στο θεατρικό κείμενο της Γέλινεκ μονολιθικός, στεγνός, κυνικός, απόλυτα εναρμονισμένος με την κυρίαρχη λογική που κυβερνά όλες τις παραγωγικές διαδικασίες και κατ' επέκταση τις σεξουαλικές συνδιαλλαγές. «Πέντε κορίτσια για πέντε μέρες» παραγγέλνει ο ένας. «Το πρωκτικό κοστίζει επιπλέον» ενημερώνει ο άλλος. «Αυτή είναι λίγο παχουλή» σχολιάζει ο τρίτος. «Εχει μεγάλα βυζιά;». Φράσεις αποτίμησης, «ρεαλιστικός παροξυσμός, μανιακή εμμονή με το πραγματικό» λέει ο Μποντριγιάρ. Η σεξουαλικότητα πρέπει να συμμορφώνεται με το μοντέλο των αξιών και των επενδύσεων: best value for money, παραμένει το διαχρονικό αίτημα ακόμη και σε επίπεδο σωμάτων, το σεξ ως η «ιδανική χρηστική αξία του σώματος».
Η σαγήνη διαφεύγει από αυτή τη διαδικασία: «Είναι παντού και πάντοτε αυτό που αντίκειται στην παραγωγή». Η σαγήνη δεν αγοράζεται, δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν αποτιμάται, δεν αποσκοπεί στο πραγματικό. Κατοικεί στο φαντασιακό, διαφεύγει, ξεγλιστράει, παίζει παιχνίδια, παρασύρει, λατρεύει την πλάνη και όχι την κυριολεξία. Η συνουσία αυτή καθαυτή τής είναι αδιάφορη. «Είναι ευφυέστερη: δεν χρειάζεται να αποδειχθεί, δεν χρειάζεται να στηριχθεί. Τίποτα δεν της ανήκει εκτός από τις εντυπώσεις: ο έλεγχος και η στρατηγική των εντυπώσεων ενάντια στη δύναμη του είναι και του πραγματικού».
Η ηρωίδα - δεν έχει όνομα, είναι η Γυναίκα - μιλάει στον αγαπημένο της, υποφέρει από την αναισθησία του, πασχίζει να κατανοήσει την απουσία του, να μαντέψει τις επιθυμίες του, τις προθέσεις του, ενώ σταδιακά παραδίδει όλο και περισσότερο τα όπλα. Αποδέχεται τη μοίρα της ως υποταγμένης («είμαι υπηρέτρια της παρουσίας του αλλά δεν με βλέπει»). Αδυνατεί να παίξει το παιχνίδι των εντυπώσεων, συρρικνώνεται («είμαι ένα αντικείμενο») και χάνεται μέσα σε ουτοπικά λιβάδια και φαράγγια ενός ιδανικού συμπαντικού έρωτα που την κατατρύχει.
Η Γέλινεκ δημιουργεί ένα υπερβολικά ευανάγνωστο, σχηματοποιημένο δίπολο, όπου η κυριολεξία των Ανδρών αντιμάχεται τη μεταφορά της Γυναίκας. Φεμινιστικοί απόηχοι («Αναμονή λοιπόν: έτσι διδάχτηκα») που φθάνουν ξεθυμασμένοι στα αφτιά μας, μελοδραματικά πυροτεχνήματα («Ασε με, κόσμε, αχ, άσε με να υπάρχω»), κλισέ (τα άστεγα παιδιά που κακοποιούνται, οι υποκριτές πολιτικοί), παλιομοδίτικες λυρικές κορόνες («πάντα μέσα από δάκρυα βλέπω του ήλιου το αγαπημένο φως»), μεγαλόστομες ασάφειες («είμαι η αποκοσμικοποίηση του κόσμου») κ.ο.κ.
Και φυσικά η εύκολη διαπίστωση: η γυναίκα, ακόμη και ηττημένη στην επιθυμία της, εκφράζει ένα πολύ πιο ανθρώπινο αίτημα ύπαρξης από τον αλλοτριωμένο άνδρα, εκπρόσωπο της εξουσίας και του Κεφαλαίου. Ολα είναι προφανή σε αυτό το έργο, και το προφανές, θα έλεγε ο Μποντριγιάρ, δεν έχει καμία σαγήνη.
Ενα τέτοιο κείμενο δεν έχει και μεγάλη σημασία πώς θα το σκηνοθετήσει κανείς: και μόνο που μπαίνει στη διαδικασία είναι αρκετό. Ο σκηνοθέτης δεν ξέφυγε από την κατάρα του προφανούς: η γυναίκα να μονολογεί με ξέπλεκα μαλλιά και οι άνδρες με γκρι κοστούμια και γουρουνίσιες μάσκες να επιδίδονται σε μια σειρά «συμβολικών» κινήσεων (κοίταγμα στον καθρέφτη, άνοιγμα χαρτοφύλακα, πασπάτεμα της φουσκωτής κούκλας κτλ.). Τέλος, η εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς διαγράφεται ενοχλητικά ακατέργαστη καθιστώντας το κείμενο ακόμη πιο απωθητικό. Η Βίκυ Βολιώτη ως Γυναίκα, σε μια ερμηνεία κατώτερη των δυνατοτήτων της, συμβιβάζεται και αυτή με μια μηχανική εκτόνωση που ουδέποτε αποκαλύπτει την αγωνία της.
Ολα τα αποσπάσματα του Ζαν Μποντριγιάρ προέρχονται από το βιβλίο του «Περί σαγήνης», σε μετάφραση Ευγενίας Γραμματικοπούλου (εκδόσεις Εξάντας)